- σιαλογόνος
- και σιελογόνος -ο, Ν1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες»ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική κοιλότητα τού ανθρώπου και γενικότερα τών σπονδυλοζώωνβ) «βοτρυοειδής σιαλογόνος αδένας»ανατ. αδένας με πολλούς διακλαδιζόμενους πόρους, καθένας από τους οποίους καταλήγει τελικά σε έναν κοίλο σφαιρικό αδένα, έχοντας έτσι την εμφάνιση που έχει ένα τσαμπί σταφυλιούγ) «μεροκρινής σιαλογόνος αδένας»φυσιολ. αδένας στον οποίο δεν χάνεται κανένα μέρος τού κυτταροπλάσματος τού εκκριτικού κυττάρου και όλα τα κοκκία τού εκκρινόμενου προϊόντος περνούν διά μέσου τής κυτταρικής μεμβράνης στον αυλό ενός πόρου, όπου διαλύονται και διανέμονταιδ) «μικτός σιαλογόνος αδένας»(βιοχ.) αδένας που παράγει διάφορα εκκριτικά προϊόντα, όπως λ.χ. βλέννα, ορώδες υγρό που είναι εναιώρημα πρωτεΐνης σε νερό, καθώς και μικρές ποσότητες τών πεπτικών ενζύμων πτυαλίνη και μαλτάσηε) «ορογόνοι σιαλογόνοι αδένες»(βιοχ.) αδένας με ορώδες έκκριμα, που είναι ένα λεπτόρρευστο ιριδίζον υγρό αποτελούμενο από νερό, πρωτεΐνες και, μερικές φορές, πεπτικά ένζυμαστ) «βλεννογόνοι σιαλογόνοι αδένες»(βιοχ.) αδένες που εκκρίνουν βλέννα, μια παχύρρευση, διαυγή και κάπως γλοιώδη πρωτεϊνική ουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + -γόνος (γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο-γόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.